- φλοκιάζω
- Ν [φλόκι]υφαίνω φλόκια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλόκιασμα — το, Ν [φλοκιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλοκιάζω … Dictionary of Greek
φλοκιαστός — ή, ό, Ν [φλοκιάζω] 1. φλοκωτός 2. το θηλ. ως ουσ. η φλοκιαστή φλοκάτη … Dictionary of Greek